- αργίτικος
- -η, -οαυτός που προέρχεται από το Άργος ή ανήκει ή παράγεται σ' αυτό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αργίτικος — η, ο αυτός που ανήκει ή προέρχεται από το Άργος: Τα αργίτικα πεπόνια θεωρούνται τα καλύτερα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποτί — και βοιωτ. τ. πόδ και πόκ και ποί και κατ αποκοπήν ποτ και πος Α πρόθ. (δωρ. τ.) προς. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. και αιολ. τ. ισοδύναμος με την πρόθεση πρός*, προτί, που αντιστοιχεί με αβεστ. paiti, αρχ. περσ. patiy «απέναντι, εναντίον, κοντά», καθώς και με… … Dictionary of Greek